- στατηριαίος
- -αία, -ον, Α1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, -ῆρος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στατηριαίας — στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem acc pl στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)